Η ιταλίδα ηθοποιός Τζίνα Λολομπρίτζιντα πέθανε σε ηλικία 95 ετών, μετέδωσε το ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων ANSA.
Η Τζίνα Λολομπριτζίτα θαυμάστηκε και λατρεύτηκε από τα αρσενικά της εποχής της για την αναμφισβήτητη ομορφιά της και τις πλούσιες καμπύλες της. Την ονόμασαν «Μόνα Λίζα του 20ού αιώνα» και την χαρακτήρισαν ως «την πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου». Εξέπεμπε ένα γήινο ερωτισμό, που τη βοήθησε να αναδειχθεί σε σταρ παγκοσμίου βεληνεκούς τις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60. Πέρα από την έβδομη τέχνη, οι καλλιτεχνικές ανησυχίες της Τζίνα Λολομπριτζίτα εκφράστηκαν με την ενασχόλησή της με τη φωτογραφία και αργότερα με τη γλυπτική από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70, όταν αραίωσε τις εμφανίσεις της στον κινηματογράφο.
Η Λουϊτζίνα Λολομπριτζίτα γεννήθηκε στις 4 Ιουλίου 1927 στο Σουμπιάκο, ένα γραφικό χωριό στα περίχωρα της Ρώμης. Ο πατέρας της ήταν επιπλοποιός και με την οικογένειά του μετακόμισε στη Ρώμη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο σχολείο πήρε μαθήματα ζωγραφικής και γλυπτικής, αλλά η ενασχόλησή της με το μόντελινγκ και η συμμετοχή της σε καλλιστεία τράβηξε την προσοχή των ανθρώπων του κινηματογράφου.
Οι πρώτες εμφανίσεις στον κινηματογράφο
Έκανε το πρώτο βήμα συμμετέχοντας σε φωτορομάντζα γυναικείων περιοδικών και στη συνέχεια έπαιξε σε κινηματογραφημένες όπερες. Το 1946 πρωτοεμφανίστηκε στη μεγάλη οθόνη στην ταινία του Ρικάρντο Φρέντα «Ο Μαύρος Αετός» («Aquilla Nera») και στις κινηματογραφημένες όπερες του Ντονιτσέτι «Ελιξίριο του έρωτα» και «Λουτσία ντι Λαμερμούρ». Άρχισε να γίνεται γνωστή και εκτός των ιταλικών συνόρων με τις ταινίες του Κάρλο Λιτσάνι «Προσοχή! Ληστές» («Achtung! Banditi», 1951) και «Ο ιππότης και η Τσιγγάνα» («Fanfan la Tulipe», 1952) του Κριστιάν-Ζακ. Τότε ήταν που άρχισαν να την αποκαλούν χαϊδευτικά «Λολό».
Στη συνέχεια γύρισε τις ταινίες «Ωραίες της νύχτας» («Belles de nuit», 1952) του Ρενέ Κλερ, «Η Επαρχιώτισσα» («La Provinciale», 1952) του Μάριο Σολντάτι και «Ψωμί, έρωτας και φαντασία» («Pane, amore e fantasia», 1953) του Λουίτζι Κομεντσίνι, ταινίες που την επέβαλαν ως μία από τις πιο ερωτικές ηθοποιούς και με τα ωραιότερα στήθη, σταρ της εποχής.
Πρώτη αγγλόφωνη ταινία στο πλευρό του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ
Το 1953 έπαιξε στην πρώτη αγγλόφωνη ταινία της, στην κωμωδία του Τζον Χιούστον «Πιο δυνατός απ' τον Διάβολο» («Beat the Devil») με συμπρωταγωνιστή τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, ο οποίος φαίνεται να μην εκτίμησε τα προσόντα της, καθώς την αποκάλεσε «Frigidaire», που είναι η μάρκα ενός αμερικάνικου ψυγείου. Το 1959 έπαιξε δίπλα στον Γιουλ Μπρίνερ στη βιβλική ταινία του Κινγκ Βίντορ «Ο Σολομών και η βασίλισσα του Σαββά» («Solomon and Sheba») και το 1961 πρωταγωνίστησε με τον Ροκ Χάτσον στη ρομαντική κωμωδία του Ρόμπερτ Μάλιγκαν «Come September» («Ραντεβού τον Σεπτέμβρη»). Το 1968 επαινέθηκε για την ερμηνεία της στην κωμωδία του Μέλβιν Φρανκ «Καλησπέρα κυρία Κάμπελ» («Buona Sera, Mrs Campbell») και κέρδισε το βραβείο Ντονατέλο (το ιταλικό Όσκαρ).
Από την υπόλοιπη φιλμογραφία της αξίζει να αναφερθούν οι συμμετοχές της στις ταινίες «Η πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου» («La donna piu bella del mondo», 1955) του Ρόμπερτ Λέοναρντ, «Βαριετέ» («Trapeze», 1956) του Κάρολ Ριντ, «Η Παναγία των Παρισίων» («Notre Dame de Paris», 1956) του Ζαν Ντελανουά - στον ρόλο της Εσμεράλντα και ο Άντονι Κουίν του Κουασιμόδου, «Οι περιπέτειες του Πινόκιο» («Le aventure di Pinocchio», 1972), του Λουίτζι Κομεντσίνι και «Δασκάλα για πρωτάρηδες» («Κönig, Dame, Bube», 1972) του Γέρζι Σκολιμόφσκι.
Το 1977 η Λολό αποσύρθηκε από τον κινηματογράφο, για ν’ αφοσιωθεί στη φωτογραφία, όπου έχει επιδείξει ιδιαίτερο ταλέντο, αργότερα στη γλυπτική, ενώ διετέλεσε στέλεχος σε εταιρεία καλλυντικών. Όλα αυτά τα χρόνια δεν διέκοψε την επαφή της με την κινούμενη εικόνα, με πιο αξιοσημείωτο τον ρόλο της στην αμερικανική σαπουνόπερα «Falcon Crest» (1981-1990), που της απέφερε μία υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα β’ γυναικείου ρόλου.
Η προσωπική ζωή
Η Τζίνα Λολομπρίτζιτα, των πολλών εραστών και των εφήμερων σχέσεων, παντρεύτηκε τουλάχιστον μία φορά. Ο μόνος αναμφισβήτητος γάμος της ήταν με τον Γιουγκοσλάβο (Σλοβένο) γιατρό Μίλκο Σκόφιτς, με τον οποίο απέκτησε ένα γιο, τον ηθοποιό Αντρέα Μίλκο. Ο γάμος τους διήρκεσε 23 χρόνια, από το 1949 έως το 1972, οπότε λύθηκε με διαζύγιο. Το 2006, σε ηλικία 79 ετών, αρραβωνιάστηκε τον 45χρονο Ισπανό επιχειρηματία Χαβιέρ Ριγκάουι Ράφολς. Ο αρραβώνας τους διαλύθηκε την ίδια χρονιά, σύμφωνα με την ίδια, αλλά ο Ισπανός εραστής της ισχυρίστηκε ότι είχε τελεστεί μεταξύ τους γάμος. Το δικαστήριο δικαίωσε τον Ριγκάου σε πρώτο βαθμό και εκκρεμεί η έφεση της Λολό.